Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ανάσταση νεκρών

  • 1 ανάσταση

    ανάσταση η
    1) Воскресение Христово – важнейший акт земной жизни Христа Спасителя, завершение Его земного служения. Акт окончательной победы над смертью, прообразующий грядущее воскресение мертвых и открытие человечеству жизни вечной. Засвидетельствован во всех четырех Евангелиях (Мф. 28; Мк. 16; Лк. 24; Ин. 20-21). Православный иконописный канон (за исключением позднейшего времени) отрицает возможность изображения непостижимой тайны Воскресения. Символической заменой подобного изображения служат, во-первых, «Явление ангела женам-мироносицам», описание которого содержится в канонических Евангелиях (Мф.28, 1-8; Мк.16, 1-8; Лк.24, 1-7), и, во-вторых, «Сошествие во ад», которое, в соответствии с апокрифическим Евангелием от Никодима, последовало сразу же за Воскресением Спасителя: воскресший Христос сошел во ад и извел оттуда ветхозаветных праведников и пророков во главе с Адамом и Евой;
    2) воскресение к новой жизни из мертвых после Второго Пришествия Христа:

    η ανάσταση νεκρών είναι από τα κύρια δόγματα του Χριστιανισμού — воскресение мертвых – один из главных догматов Христианства;

    ΦΡ.
    κάνω Ανάσταση — идти в церковь вечером в Великую Субботу, чтобы стать соучастником Пасхальной службы
    Καλή Ανάσταση! С праздником Христова Воскресения!
    Этим.
    < дргр. ανάστασις < ανίστημι «восставать от сна, пробуждаться»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ανάσταση

  • 2 νεκρός

    νεκρός, -ή, -ό
    мертвый;
    ΦΡ.
    Этим.
    дргр. < νέκ-υς «мертвый, умерший» < инд. nek «смерть, мертвый»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > νεκρός

См. также в других словарях:

  • ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… …   Dictionary of Greek

  • ανάσταση — η 1. ηεπάνοδος στη ζωή: Οι χριστιανοί πιστεύουν σε ανάσταση των νεκρών. 2. η γιορτή της ανάστασης του Χριστού: Πήγαν από νωρίς στην Ανάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Απόκρυφα — Θρησκευτικά κείμενα που συνδέονται άμεσα με την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Είναι γραμμένα κατά μίμηση των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής, δεν θεωρούνται όμως κανονικά. Ο όρος σήμαινε βιβλία μυστικά, κρυμμένα, γιατί θεωρούνταν τα ιερά… …   Dictionary of Greek

  • Ιησούς Χριστός — Γιος του Θεού, που στάλθηκε στη Γη για να λυτρώσει τους ανθρώπους από το προπατορικό αμάρτημα και να τους δείξει τον δρόμο των ουρανών. Η πρώτη λέξη του ονόματος είναι εβραϊκή και σημαίνει «Ο Γιαχβέ είναι η σωτηρία»· η δεύτερη, ελληνική, σημαίνει …   Dictionary of Greek

  • εξανάσταση — η (AM ἐξανάστασις) [εξανασταίνω] εκκλ. ανάσταση νεκρών, έγερση από τον τάφο νεοελλ. 1. η απότομη έγερση κάποιου από τη θέση του 2. μτφ. εξέγερση, ξεσήκωμα, υποκίνηση σε επανάσταση, στάση, ανταρσία, αναστάτωση μσν. 1. ανέγερση, ανόρθωση 2. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • εσχατολογία — Το σύνολο των πεποιθήσεων και των δοξασιών για το τέλος του κόσμου και της ανθρωπότητας (ε. = λόγος περί των εσχάτων). Δεν περιέχουν όλες οι θρησκείες εσχατολογικές αντιλήψεις, δηλαδή δεν προσανατολίζονται όλες προς έναν τελικό σκοπό· αντίθετα,… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • παλιγγενεσία — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών. 1. Πολιτική ημερήσια αθηναϊκή εφημερίδα. Ιδρύθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1862 από τον Ιωάννη Αγγελόπουλο και εκδιδόταν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1899. 2. Εφημερίδα της Κέρκυρας. Ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του… …   Dictionary of Greek

  • χιλιασμός — Μυστικοθρησκευτική αντίληψη, που εκφράζει την πίστη στην έλευση μιας εγκόσμιας βασιλείας του Χριστού στη γη πριν από την τελική κρίση, η οποία θα διαρκούσε 1.000 χρόνια και θα αντιπροσώπευε μια εποχή ειρήνης και ευτυχίας για όλους τους δίκαιους,… …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • Σαδδουκαίοι — οι / Σαδδουκαῑοι, ΝΜΑ ονομασία τών οπαδών ιουδαϊκής αίρεσης, που ιδρύθηκε κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα από τον αρχιερέα Σαδώκ, οι οποίοι ήταν προσκολλημένοι στο γράμμα τού μωσαϊκού νόμου, απέρριπταν την παράδοση, αρνούνταν την αθανασία τής ψυχής και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»